λατινόκοπος

λατινόκοπος
λατινόκοπος, -ον (Μ)
(για ένδυμα) αυτό που είναι κομμένο και ραμμένο κατά τη λατινική συνήθεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατῖνος + -κόπος (< κόπτω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”